Πανδιονίδα

Πανδιονίδα
Πανδῑονίδᾱ , Πανδιονίδης
son of Pandion
masc nom/voc/acc dual
Πανδῑονίδα , Πανδιονίδης
son of Pandion
masc voc sg
Πανδῑονίδᾱ , Πανδιονίδης
son of Pandion
masc gen sg (doric aeolic)
Πανδῑονίδα , Πανδιονίδης
son of Pandion
masc nom sg (epic)
Πανδῑονίδα , Πανδιονίς
son of Pandion
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Κυδαθηναιείς ή Κυδαθηναίοι — Αρχαίος δήμος της Αθήνας, που περιλάμβανε την Ακρόπολη και κατέληγε στον ποταμό Ηριδανό. Η επικράτειά του αντιστοιχεί στη σημερινή συνοικία της Πλάκας. Ανήκε στην Πανδιονίδα φυλή, με εξαίρεση την περίοδο 306 201 π.Χ., κατά την οποία βρισκόταν υπό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”